Ξυπνάει ένα πρωί ένας καλόγερος,
Ξυπνάει ένα πρωί ένας καλόγερος, και την ώρα που πάει στο νιπτήρα να πλύνει τα μούτρα του διαπιστώνει με τρόμο ότι είναι στο κεφάλι του ένας βάτραχος. Βρε τον κάνει από δω, βρε τον κάνει από κει, τίποτα, ο βάτραχος δεν ξεκολλούσε από το κεφάλι του. [σάλτσα] Αποφασίζει να πάει στην πόλη, στο γιατρό. Έρχεται η σειρά του στο γιατρό, τον ρωτάει ο γιατρός τι έχει, και τότε ο καλόγερος βγάζει το καπέλο του και φαίνεται ο βάτραχος. Και πριν προλάβει να μιλήσει, λέει ο βάτραχος : Γιατρέ, κοίτα τι έβγαλα στον κώλο μου!