Γεννήθηκε παρθένα, έζησε παρθένα και πέθανε παρθένα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μικρό χωριουδάκι ζούσε μια γεροντοκόρη, 85 χρονών, που ήταν ακόμη παρθένα, παρόλα τα χρονάκια της.

Ήταν πολύ περήφανη για το γεγονός ότι δεν είχε χάσει την παρθενιά της και επειδή καταλάβαινε ότι δεν είχε πολύ να ζήσει ακόμη, πήγε και βρήκε το νεκροθάφτη και του είπε ότι η επιθυμία της ήταν, όταν πέθαινε, να γράφανε πάνω στην ταφόπλακα τα εξής:

«Γεννήθηκε παρθένα, έζησε παρθένα και πέθανε παρθένα».

Κανόνισε και τους λογαριασμούς της μαζί του και έφυγε.
Όταν, μετά από ένα διάστημα, πέθανε η παρθένα, ο νεκροθάφτης είπε στους παραγιούς του τι ήθελε να της γράψουν πάνω στην ταφόπλακα κι έφυγε, για να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά.

Επειδή όμως βαριόντουσαν εκείνοι και βρήκαν την επιγραφή πολύ μεγάλη, σκάλισαν πάνω στην πέτρα:

«Επιστρέφεται χωρίς να ανοιχτεί».