Οι κληρικοί και η Ξανθιά
Δυο κληρικοί αποφάσισαν να πάνε στα νησιά για διακοπές. Ήθελαν όμως να ευχαριστηθούν τις διακοπές τους γι αυτό σκέφτηκαν να μη φοράνε τίποτα που να δείχνει την ιδιότητά τους. Πρώτη μέρα λοιπόν και αγοράζουν τα πιο απίθανα ρούχα διακοπών: χρωματιστά πουκάμισα, μυστήρια σορτς, σανδάλια, γυαλιά ηλίου, παρεό, οτιδήποτε που θα «κολλάει» με το λουκ των υπολοίπων. Πηγαίνουν και αράζουν στις ξαπλώστρες, με τις καπελαδούρες για τον ήλιο και το απαραίτητο ντρινκ με καλαμάκια και ομπρελίτσες και άλλα τέτοια εξωτικά . . . Και ξαφνικά εμφανίζεται μια Ξανθιά που κόβει ανάσες, μ ένα μπικίνι που σκοτώνει, με καμπύλες απερίγραπτες, περνάει δίπλα τους και . . . «Καλησπέρα, πατέρα, Καλησπέρα πατέρα» χαμογελώντας στον καθένα τους ξεχωριστά! Εεεεε??? Οι δυο κληρικοί αντί για μάτια απέκτησαν κάτι τεράστια ερωτηματικά που αναβόσβηναν, πήραν όλα τα χρώματα που είχαν και τα πουκάμισά τους, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και . . . σώπαναν. Δεν ήταν δυνατό!! Αλλά, διακοπές και ξεκούραση είχαν αποφασίσει, είπαν να το ξεχάσουν. Επόμενο πρωινό, στις ίδιες ξαπλώστρες οι ήρωες μας, άλλου είδους καλαμάκια στο ποτό τους και κάτι μισά πορτοκάλια κι ανανάδες ν αναπαύονται στις ζαχαρωμένες άκρες των ποτηριών και μες τη χαρά οι δυο τους, κάτω απ τον ήλιο, δίπλα στη γαλάζια θάλασσα όταν . . . νάσου η δολοφόνα ξανθιά!! Με φωτιά-στα-κόκκινα στριγκάκι και τοπλες να πεθαίνει όποιος είχε γλυτώσει την προηγουμένη . . . Πάλι το περπάτημα που κολλάζει άγιο, πάλι περνάει από κοντά τους και πάλι, ναι, ξανά «Καλημέρα, πατέρα. Καλημέρα, πατέρα», γελάκι και απομάκρυνση απ τον τόπο του εγκλήματος! Καλά, πώς καταλάβαινε ότι είναι παπάδες? Ήταν δυνατό? Αποφάσισαν να αλλάξουν τα ρούχα τους και πήγαν κι αγόρασαν ότι πιο εξωφρενικό, κουρεύτηκαν καρφάκια, κάναν και καμιά ανταύγεια (δεν ξέρω τι θα κάνουν στο τέλος του ανεκδότου με τέτοιο μαλλί στην ενορία τους, αλλά δε με νοιάζει κι όλας), φόρεσαν τζόκεϊ ανάποδα σαν Αμερικάνοι μπασκετμπολίστες, φούστες χαβανέζικες βάλανε, βράκες προτιμήσανε, ιδέα δεν έχω τι κάνανε, αλλά ξανάραξαν στις ξαπλώστρες ελπίζοντες και προσευχόμενοι να μην είναι πλέον αναγνωρίσιμοι ως ιερωμένοι Όμως, ο διάολος, ως γνωστόν, ποδάρια πολλά, η πλανεύτρα ξανθιά δύο και θανάσιμα και νάτη να τα επιδεικνύει και το τρίτο πρωί κάτω από ένα παρεό δεμένο στο λαιμό της . . . Και πάλι τους πλησιάζει Και πάλι «Καλημέρα, πατέρα» . .. Πριν γυρίσει στον δεύτερο όμως, εκείνος τη σταματάει «Για μισό λεπτό, ωραία μου δεσποινίς. Είμαστε κληρικοί και περήφανοι που το επιλέξαμε, αλλά εσύ πώς το κατάλαβες?» «Μα, πατέρα. Εγώ είμαι. Η αδελφή Μαρία»!!!