Οι πεινασμένοι

Ήταν δυο πεινασμένοι, πολύ πεινασμένοι. Μαθαίνουν λοιπόν ότι πεθαίνει ένας πλούσιος που πριν πεθάνει είχε καταβροχθίσει τον άμπακο. Είχε φάει παστίτσιο, μουσακά, κεφτεδάκια, τζατζίκι, πατάτες φούρνου, λέμον πάι και ο άνθρωπος κλάταρε για τα καλά. Οι φίλοι μας τέτοια ευκαιρία δεν έλεγε με τίποτα να τη χάσουν. Πηγαίνουν τη νύχτα στον τάφο, ξεθάβουν το νεκρό του ανοίγουν την κοιλιά και λέει ο ένας στον άλλο με υποδειγματική ευγένεια κάτι που λέιπει από πολλούς στη λίστα μας: -Αρχισε εσύ. Βάζει λοιπόν το κουτάλι ο άλλος κι αρχίσει και τρώει. Είχε φάει περίπου τα μισά όταν του ξαναλέει ο άλλος: -Μα καλά ρε δε συχαίνεσαι, σιχαμένε. Το διανοείσαι ρε; Έφαγες από την κοιλιά ενός νεκρού, μα δεν έχεις τσίπα επάνω σου μωρέ; Τον έπιασε αηδία λοιπόν το φίλο μας και ξέρασε ό,τι είχε φάει. Λέει τότε ο άλλος. -Αυτό ήθελα. Να μου ζεστάνεις το φαΐ. Και παίρνει το κουτάλι κι αρχίζει να τρώει.