Ο ζογκλέρ
Κάποτε που λέτε κατέβαινε την Πανεπιστημίου ένας ανθρωπάκος ήσυχα, ήσυχα με το αυτοκίνητό του, αργά το βράδυ. Πάνω που μπήκε στην Ομόνοια, φρρρρρτ τον σταματάει ένας δερματόδετος αυστηρός αξιωματικός της τροχαίας. – Αδεια και δίπλωμα κύριε, του λέει με φωνή που έσταζε εξουσία. Όπως ο οδηγός έψαχνε το ντουλαπάκι να βρει τα χαρτιά του, κάνει μία έτσι το όργανο και βλέπει στο πίσω κάθισμα μια στοίβα μυτερά μαχαίρια που γυάλιζαν στο φως. Φανερά σοκαρισμένος από το θέαμα τον ρωτάει αγριεμένα: – Τι τα θέλεις αυτά τα μαχαίρια νυχτιάτικα; Και ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού, του ζητάει να βγει από το αυτοκίνητο παίρνοντας παράλληλα αμυντική στάση. – Να σας εξηγήσω κύριε πόλισμαν, του απαντάει φοβισμένος ο άνθρωπος. Η δουλειά μου είναι ζογκλέρ και μόλις σχόλασα από το τσίρκο που δουλεύω και πάω σπίτι μου. Τα μαχαίρια είναι για το νούμερό μου. – Ωραία μας τα λες ρε φίλε, κάγχασε δύσπιστα το όργανο, για δείξε μου πως το κάνεις και κοίτα να λες αλήθεια γιατί την έβαψες ! Τι να κάνει ο άνθρωπος, παίρνει τρία – τέσσερα μαχαίρια και αρχίζει να τα πετάει στον αέρα με φανερή επιδεξιότητα. Ένας τύπος που περνούσε με το αυτοκίνητό του από δίπλα, βλέπει το θέαμα και γυρίζει και λέει στον συνεπιβάτη που κάθεται δίπλα του: – Πω ρε πού*** μου, ευτυχώς που έκοψα το ποτό. Κοίτα τι σε βάζουνε να κάνεις τώρα !