Ο Κρίνος

Καθώς σουρουπώνει στη Βηθλεέμ, έξω από τη φάτνη, «σκάει μύτη» ένας βαρύμαγκας με μπεγλέρι, τσιγκελωτό μουστάκι και με το σακάκι ρηγμένο στην πλάτη. Χτυπά την πόρτα της φάτνης και μισανοίγοντας από μέσα αποκρίνεται με πραότητα ο Ιωσήφ: – «Καλησπέρα, τί θα θέλατε παρακαλώ;» – «Σπέρα, τη Μαρία θέλω.» – «H Μαρία έχει βγεί.» – «Καλά, πέστης ότι πέρασε ο Κρίνος».