Ο παράδεισος


Πεθαίνει κάποιος και πάει στον παράδεισο. Πρώτη μέρα, βγήκε να κατατοπιστεί. Ρωτάει κάποιον παλιό εκεί, πώς είναι τα πράγματα; -Όσο είσαι νέος σε πήζουν λίγο στην αγγαρεία, αλλά όταν παλιώσεις είναι όλα μια χαρά. Πράγματι λοιπόν, αφού είχε εγκατασταθεί και είχαν περάσει κάποιες ώρες, ακούγεται από τα μεγάφωνα: -Όλοι οι νέοι να συγκεντρωθούν για αναφορά. Πάει κι αυτός λοιπόν, τους μαζεύουν όλους και τους βάζουν να κουβαλάνε σίδερα. Μπετόβεργες με τον τόνο, τα είδε όλα κωλυόμενα. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Την παραάλλη, μετά την πρωινή αναφορά, από όπου φυσικά οι παλιοί ήταν κωλυόμενοι, τους πήγαν να κουβαλάνε ξύλα. Μαδέρια, τάβλες. Αλλο πακέτο εκεί. Την επόμενη πάλι τα ίδια. -Όλοι οι νέοι να μαζευτούν για να κουβαλήσουν τσιμέντο. Τσουβάλια ατελείωτα, είχε αρχίσει να πήζει, κόντευε μια βδομάδα και είχε σκιστεί να δουλεύει. Βρίσκει τον άγγελο επικεφαλής του project: -Τι πράγματα είναι αυτά, καλύτερα να ήμουν στην κόλαση -Μην ανησυχείς, αυτή είναι η διαβολοβδομάδα σου, μετά δεν θα κάνεις τίποτα. Πράγματι, μόλις τελείωσε η εβδομάδα τον άφησαν ήσυχο, ούτε σίδερα, ούτε τσιμέντα, είχαν έρθει πιο νέοι. Το βραδάκι λοιπόν, όπως καθόταν σε ένα συννεφάκι και απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα, βλέπει σε ένα σπίτι (με τις νέες ικανότητες που είχε μόλις αποκτήσει) κάποιον ετοιμοθάνατο. Είχαν μαζευτεί γύρω συγγενείς κι αυτός σιγά-σιγά εγκατέλειπε τα εγκόσμια. Βάζει λοιπόν τα φτερά του και κατεβαίνει γρήγορα στο σπίτι και του ψιθυρίζει στο αυτί: -Πού πάς ρε κακομοίρη, απόψε θα ρίξουνε την πλάκα…

05/01
Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ο παράδεισος
Not safe for work
Click here to reveal