Ο πόλεμος της Τροίας

Μετά την έναρξη του πολέμου και αφού δόθηκαν πολλές μάχες χωρίς καμιά κατάληξη, ο Αγαμέμνωνας αγανακτισμένος, πάει και βρίσκει τον Έκτορα: – «Τι θα γίνει ρε σύ Έκτορα; Τόσο καιρό πολεμάμε και δε γίνεται τίποτα, κάτι πρέπει να κάνουμε». – «Δίκιο έχεις Αγαμέμνωνα, αλλά τι να κάνουμε;» – «Έχω μια ιδέα, να πάμε στο βουνό να βρούμε ο καθένας από ένα σκύλο, να τον εκπαιδεύσουμε και μετά από ένα μήνα να βρεθούμε, να τα βάλουμε να μονομαχήσουν και όποιος νικήσει, αυτός θα είναι και ο νικητής του πολέμου.» Συμφώνησε και ο Έκτορας και έδωσαν ραντεβού μετά από ένα μήνα. Πάει ο Αγαμέμνωνας στο βουνό, βρίσκει ένα τσοπανόσκυλο τεράστιο, άγριο και το παίρνει να το εκπαιδεύσει, αρχίζει να το γυμνάζει, του δίνει βιταμίνες, το ταράζει στα αναβολικά, το κάνει δυνατό σαν αρκούδα. Μέσα στην τρελή χαρά μετά από ένα μήνα μαζεύει τους πολεμιστές του και πάνε στο σημείο συνάντησης. Εκεί βρίσκονται και οι εχθροί, καθώς και ο Έκτορας με το δικό του σκύλο. Βλέπει ο Αγαμέμνωνας ένα σκυλάκι τόσο δα, με ένα μακρύ σώμα και κοντά πόδια και βάζει τα γέλια, σίγουρος για τη νίκη του. Δίνεται λοιπόν η έναρξη και βάζουν τα σκυλιά στο ρίνγκ. Πάει το μεγάλο να ορμήξει, κάνει έναν ελιγμό το μικρό και τον αποφεύγει. Τα χάνει ο Αγαμέμνωνας. Ξαναορμάει το μεγάλο, πάλι τα ίδια. Δοκιμάζει πάλι να ορμήξει, κάνει το μικρό μια κίνηση, αρπάζει το άλλο από το λαιμό και το ξεσκίζει. Έξαλλος ο Αγαμέμνωνας πιάνει τον Έκτορα. – «Καλά ρε μαλάκα τι είναι αυτά τα πράγματα; Έφαγα ολόκληρο μήνα να προπονώ το τσομπανόσκυλο, μέχρι και αναβολικά του έδωσα για να είμαι σίγουρος για τη νίκη.» – «Σε ποιόν τα πουλάς αυτά ρε μαλάκα, ξέρεις πόσα λεφτά ξόδεψα εγώ στις πλαστικές και τα χρώματα;» – «Γιατί;» – «Γιατί πριν του κάνω εγχειρήσεις και τον βάψω ήταν κροκόδειλος!»