Ο τύπος, έξτρα βαρύμαγκας
Ο τύπος, έξτρα βαρύμαγκας κι έτσσσ , κατεβαίνει πρωί πρωί στηνιχθυόσκαλα. «Δε μου λε, ρε μεγάλε», ρωτάει ένα ψαρά, «τα μπαρμπουνάκια πόσο πάνε;». «Εφτά χιλιάρικα», λέει αυτός. «Α! Και δεν μουλε, ρε μεγάλε, τα φαγκρουδάκια πόσο πάνε;». «Πεντέμισι το κιλό», του λέει ο ψαράς. «Α! Και, δεν μου λε, ρε μεγάλε;Τα λιθρινάκια;». Ο ψαράς έχει αρχίσει να τα παίρνει στο κρανίο. «Εφτά χιλιάρικα, αδερφέ. Θα πάρεις κάτι;». «Εφτά, α; Και δεν μουλε, ρε μεγάλε; Οι τσιπουρίτσες πόσο πάνε;». «Οκτώ το κιλό. Θα πάρεις;». «Οκτώ α; Και δεν μου λε, οι γοπίτσαι πόσο πάνε;». Οψαράς έχει που έχει τον πόνο του, έχει φτάσει και εκτός εαυτού: «Ακου», λέει στο βαρύμαγκα: «Οι γοπίτσαι έχουν τρεισήμισι τοκιλό οι… ζωντανές και ενάμισι οι πεθαμένες!». Και ο μαγκίτης: «Α! Τότενες, τσάκω τη σακούλα, άρχισε να… σκοτώνεις καιβάνε»!