Ο Χριστούλης κατεβαίνει στη Γη
Ο Χριστούλης κατεβαίνει στη Γη για να τσεκάρει γενικώς την κατάσταση κοντά στο τέλος της χιλιετίας. Σε κάποια φάση, λοιπόν, μπαίνει σ ένα μπαράκι όπου μπεκροπίνουν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και μια Ελληνάρα. Κάθεται στην μπάρα και ο Χριστός, ξανθός, μακρυμάλλης, ψιλολετσέ, τον βλέπει ο Γερμανός και λέει του μπάρμαν: «Κέρασε, ρε, το παλικάρι μια μπιρίτσα, γιατί τον βλέπω διψασμένο»! Κερνάει ο μπάρμαν, πίνει ο Χριστούλης, όλα καλά.Ύστερα από λίγο, φωνάζει ο Γάλλος στον μπάρμαν: «Κέρασε, ρε, το παλικάρι ένα μπουκάλι κρασί. Ντροπή να κάθεται στον πάγκο έτσι σκέτος, χρονιάρες μέρες». Κερνάει ο μπάρμαν, πίνει ο Χριστούλης, όλα καλά. Ύστερα από λίγο, πετιέται και ο Έλληνας: «Κέρασε, ρε», λέει του μπάρμαν, «το παλικάρι ένα καραφάκι ούζο με μια σπέσιαλ ποικιλία, γιατί τον βλέπω πεινασμένο και δεν κάνει χρονιάρες μέρες…». Πίνει ο Χριστούλης, τρώει και μετά σηκώνεται. Πάει στο τραπέζι της παρέας και αγγίζει τον Γερμανό στον ώμο. Αυτός πετιέται, του φιλάει το χέρι και του λέει: «Χριστέ μου! Σ ευχαριστώ! Τώρα κατάλαβα ποιοςείσαι που μου πέρασαν μεμιάς τα αρθριτικά μου»! Αγγίζει και τον Γάλλο στον ώμο ο Χριστός, πετιέται αυτός, του φιλάει το χέρι και του λέει: «Χριστέ μου! Σ ευχαριστώ! Πάει το άσθμα μου, πέρασε! Το νιώθω!». Κάνει ν αγγίξει και τον Έλληνα ο Χριστός, ο πότετραβιέται πίσω αυτός και λέει: «Χριστούλη μου, να σαι καλά, αλλά… χειρονομίες δεν γουστάρω! Είδα κι έπαθα να τη βγάλω την…αναπηρική σύνταξη»!