Σαλιγκάρια
Μόλις έχει βρέξει και στο σπίτι το αντρόγυνο συζητά περί φαγητού. «Πήγαινε Μήτσο μου να μαζέψεις σαλιγκάρια, καιρό έχουμε να φάμε», προτείνει η σύζυγος στον άντρα της. «Καλή ιδέα», απαντά αυτός, και ξεκινά την αναζήτηση.
Πράγματι, πολλά τα σαλιγκάρια, πέρασε γρήγορα η ώρα, ώσπου κάποια στιγμή το απόγευμα εκεί που μάζευε ο Μήτσος βλέπει ένα φίλο του.
– Ρε συ, πάμε να πιούμε κανά κρασάκι, του λέει ο φίλος του.
– Μπα, θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Άστο καλύτερα.
– Πάμε ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε, επέμενε ο άλλος.
Τελικά κατάφερε να τον πείσει και βρέθηκαν να τα πίνουν με τις ώρες. Το ένα ποτήρι κρασί έφερε το άλλο και πήγε η ώρα περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις το παίρνει χαμπάρι ο Μήτσος λέει:
– Θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Της είπα ότι πάω για σαλιγκάρια και λείπω όλη μέρα.
Παίρνει λοιπόν τα σαλιγκάρια του και τρέχει προς το σπίτι. Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού του, βλέπει το φως αναμμένο. Αντιλαμβανόμενος τί έχει να ακούσει από τη γυναίκα του που τον περίμενε, ανοίγει τη σακούλα και σκορπάει τα σαλιγκάρια κάτω. Τότε ανοίγει την πόρτα και βλέπει τη σύζυγό του έτοιμη να του ορμήξει με το τηγάνι στο χέρι. Αμέσως ο Μήτσος γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και κάνοντας πως μιλάει στα σαλιγκάρια, λέει:
– Έλα, άλλο λίγο και φτάσαμε!