Σε μια φτωχογειτονιά..
Σε μια φτωχογειτονιά, γεμάτη σκόνη, λακούβες και τίμιο εργατικό ιδρώτα, ζούσαν δύο αδερφάκια 8 και 10 ετών. Τα δύο παιδιά ήταν ζιζάνια, χαβαλετζήδες και αλητάκια. Οπότε, για κάθε ζημιά που γινόταν εκεί πέρα, όλοι υπέθεταν ότι οι δύο μικροί είχαν βάλει το χεράκι τους αμέσως ή εμμέσως πλην σαφώς. Οι γονείς τους είχαν κουραστεί και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα επαναφέρουν σε τάξη.
Κάποτε άκουσαν για έναν παπά, άξιο και έμπειρο ο οποίος είχε εργαστεί σκληρά επί συναπτά έτη με προβληματικά παιδιά. Η μητέρα πρότεινε στον πατέρα να παρακαλέσουν τον παπά να μιλήσει και να νουθετήσει με την σοφία του τα παιδιά και ο πατέρας φυσικά δέχθηκε με ενθουσιασμό την πρότασή της.
Έτσι η μητέρα μετεβίβασε το αίτημα της στον παπά, ο οποίος δέχτηκε και ζήτησε να δει πρώτα τον μικρότερο αδερφό, αλλά μόνο του. Και έτσι ο μικρός απεστάλη ευθέως στο παπά. Ο παπάς τον έβαλε να κάτσει σε ένα πελώριο, εντυπωσιακό τραπέζι και ο ίδιος έκατσε απέναντί του. Για πέντε ολόκληρα λεπτά, απλώς κάθονταν και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο. Κάποια στιγμή ο παπάς τέντωσε τον δείκτη του προς τον μικρό και ρώτησε:
«Που είναι ο θεός;»
Ο μικρός κοίταξε κάτω από το τραπέζι, γύρω στο δωμάτιο, τις γωνίες, αλλά δεν είπε τίποτα. Και πάλι ο παπάς έδειξε τον μικρό και ρώτησε δυνατότερα:
«Που είναι ο θεός;»
Ξανά ο μικρός κοίταξε γύρω, αλλά δεν είπε τίποτα. Για τρίτη φορά, ο παπάς, αφού έκανε το γύρω του τραπεζιού και σχεδόν ακούμπησε με τον δείκτη του την μύτη του πιτσιρικά, με πολύ δυνατή και αυστηρή φωνή ξαναρώτησε:
«Που είναι ο θεός;»
Το παιδάκι πανικόβλητο έτρεξε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι, βρήκε τον μεγαλύτερο αδερφό του και του λέει:
– Καλά ε, τώρα τη βάψαμε για τα καλά.
– Τι εννοείς ρε; απαντάει ο μεγαλύτερος αδερφός.
– Ο θεός χάθηκε και νομίζουν ότι πάλι εμείς φταίμε!