ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Ένας τυπάς περπατούσε αμέριμνος στην εξοχή. Θαύμαζε τα λουλούδια, ανάπνεε τον καθαρό αέρα, ώσπου ξαφνικά, περνά δίπλα από τον γεμάτο φυτά φράχτη μιας πανάκριβης εξοχικής κατοικίας. Καθώς θαύμαζε τα πολυτελή παραθύρια, ακούει από τον κήπο μια παιδική φωνή να επαναλαμβάνει: οτό, οτό οτό … – Δεν πάμε καλά. Τι διάολο είναι τούτο πάλι, σκέφτεται. Κολλάει το σώμα του στον φράχτη και προσπαθεί να κοιτάξει διακριτικά από πάνω. Πραγματικά, μέσα στην αυλή, ένα μικρό παιδάκι, πέντε με έξι χρονών, με τα χέρια ακουμπισμένα στο χείλος του πηγαδιού, κοιτούσε το χάος ίσια κάτω και μονολογούσε: οτό, οτό, οτό. – Δεν πάμε καθόλου καλά, σκέφτεται ο φίλος. Γεμάτος περιέργεια, σκυφτά-σκυφτά, περπατά μέχρι την κοντινή αυλόπορτα. Μένοντας κρυμμένος, κοιτάει με την άκρη του ματιού του να δει τι ακριβώς γίνεται. Καμιά διαφορά. Ο μικρός, εξακολουθεί να σκέκεται με τα χέρια πάνω στο χείλος, ελαφρά γερμένος προς τα μέσα, και να μονολογεί: οτό, οτό, οτό. Ο φίλος κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, σηκώνεται όρθιος, βάζει τα χέρια στις τσέπες, σηκώνει το κεφάλι ψηλά και αρχίζει να περπατά σφυρίζοντας. Διασχίζει την αυλόπορτα, φτάνει πάνω από τον μικρούλη, και ρίχνει μια προσποιητή αφηρημένη ματιά μέσα στο πηγάδι, χωρίς να σταματήσει το σφύριγμα. Τζίφος. Το πηγάδι είναι φοβερά βαθύ και το μόνο που διακρίνει είναι σκοτάδι. Και ο μικρός εξακολουθεί: οτό, οτό, οτό. Ο φίλος αποφασίζει να το χειριστεί αλλιώς. Γονατίζει δίπλα στον μικρό, και με παιδική φωνή του λέει: – Γεια σου, παιδάκι. Τι κάνεις εδώ; Ο μικρός το βιολί του: – Οτό, οτό, οτό. – Τι είναι μες το πηγάδι; Τα ίδια. Ο φίλος τα παίρνει στο κρανίο. Σηκώνεται ξανά όρθιος, αποφασισμένος να λύσει το όλο αίνιγμα. Πλησιάζει το χείλος του πηγαδιού. Κοιτά έντονα μέσα. Αβυσσος. Ακουμπά το χέρια του στο χείλος και ξανακοιτά. Σκοτάδι. Μεταφέρει το βάρος του στα χέρια του, γέρνει πάνω από το πηγάδι, και προσπαθεί να διακρίνει οτιδήποτε στο βάθος του. Ο μικρός δίπλα το χαβά του. Οτό, οτό, οτό. Ο φίλος γέρνει ακόμη περισσότερο. Βρίσκεται τώρα σχεδόν ολόκληρος πάνω από το πηγάδι. Κοιτάζει με ένταση το σκοτάδι κάτω. Ξαφνικά, ο μικρός, μετακινείται απότομα. Έρχεται από πίσω του και με μια ελαφριά σκουντιά, τον αναγκάζει να χάσει την ισορροπία του. Ο φίλος τρεκλίζει, προσπαθεί να βρει κάτι να κρατηθεί, κουνά απελπισμένα τα χέρια του γύρω-γύρω στον αέρα και με ένα μακρόσυρτο ΑΑΑααααα … βουτά προς τον πάτο του πηγαδιού. Ο μικρός, ατάραχος, επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του, ακουμπά τα χέρια του πάνω στο χείλος του πηγαδιού και συνεχίζει: Εννιά, εννιά, εννιά…