Φιλάκια

Πεθαίνει ένας πλούσιος πατέρας και αφήνει μια μεγάλη κληρονομιά στους δυο γιους του. Συναντιέται, λοιπόν, ο μεγάλος με το μικρό να συζητήσουν τη μοιρασιά: Μεγάλος: Λοιπόν αδελφάκι μου, εγώ δεν θέλω να σ  αδικήσω. Άκου, λοιπόν, την πρότασή μου κι αν διαφωνείς τη ξανασυζητάμε. Λοιπόν, τη βίλα στην Κηφισιά θα την πάρω εγώ, τη γκαρσονιέρα στην Καλλιθέα θα την πάρεις εσύ. Μικρός: Εντάξει, φιλάκια! Μεγάλος: Τη Φεράρι του μπαμπά, θα την πάρω εγώ, το φιατάκι εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Μεγάλος: Τη Χάρλευ του μπαμπά θα την πάρω εγώ, τη βέσπα εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Μεγάλος: Το κότερο του μπαμπά θα το πάρω εγώ. Το φουσκωτό εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Μεγάλος: Την πολυκατοικία στο Χολαργό, θα την πάρω εγώ. Τη μονοκατοικία στον Ταύρο, εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Μεγάλος: Τα μαγαζιά στη στοά της Πανεπιστημίου θα τα πάρω εγώ, τα μαγαζιά στο Μπουρνάζι εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Μεγάλος: Τους λογαριασμούς στην Ελβετία θα τους πάρω εγώ. Τους λογαριασμούς στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Μεγάλος: Το εξοχικό στη Μύκονο θα το πάρω εγώ. Το σπιτάκι στο Αγκίστρι εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Μεγάλος: Τα κτήματα στην Κρήτη θα τα πάρω εγώ. Τα ξερικά στη Μάνη εσύ. Μικρός: Εντάξει φιλάκια! Ο μεγάλος βρήκε από την αρχή παράξενη τη συμπεριφορά του αδελφού του και τον κοιτούσε παράξενα κάθε φορά που έστελνε φιλάκια. Στο τέλος δεν συγκρατήθηκε και ρώτησε περίεργος: Μεγάλος: Καλά βρε αδελφάκι μου, εγώ τόση ώρα σε αδικώ κι εσύ το μόνο που έχεις να μου πεις είναι «φιλάκια». Μικρός: Ναι βρε αδελφάκι μου, το κατάλαβα ότι θα γαμηθούμε για την περιουσία και είπα ν  αρχίσω τα προκαταρκτικά μια ώρα αρχύτερα.