Η φούσκα.
Συναντάει ο Κωστίκας το Γιωρίκα και αρχίζει να του λέει ένα περίεργο όνειρο που είδε εχθές το βράδυ στον ύπνο του. Κ: Είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο! Γ: Τι είδες; Κ: Είδα ότι πήγα στον παράδεισο, συνάντησα τον Αγιο Πέτρο και μου είπε πολλά πράγματα και μεταξύ άλλων να προσέχω να μην πατήσω τη φούσκα… Γ: Τη φούσκα; Κ: Ναι. Ούτε εγώ κατάλαβα τι ήθελε να πει αλλά δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω τι είναι. Προχωράω, που λες, και βλέπω το Μιχαλάκη αγκαλιά με μια γυναίκα σκέτη αηδία, γριά με ρυτίδες, χοντρέλα, άσε άλλο να τη βλέπεις. Γ: Γιαχ!!! Κ: Ναι κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Του μίλησα λοιπόν και τον ρώτησα τι γίνεται εδώ. Μου είπε ότι πάτησε τη φούσκα και εξαφανίστηκαν δια μαγείας. Συνεχίζω εγώ αλλά πάλι το ίδιο. Γ: Δηλαδή; Κ: Να, βλέπω το Αντρέα αγκαλιά με μια γυναίκα σκέτη αηδία, γριά με ρυτίδες, χοντρέλα, άσε άλλο να τη βλέπεις. Γ: Πω, πω! Κ: Ναι κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Συνεχίζω εγώ αλλά να σου εσύ με μια γκομενάρα, με στήθη Πάμελας, με κόλο τεράστιο, άσε άλλο να τη βλέπεις. Γ: Αμάν!!! Κ: Ναι κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Λέω λοιπόν: – «Ωπ, τι γίνεται εδώ;» Και μου απαντάει η γκόμενα: – «Ασε πάτησα τη φούσκα.»