Το τζίνι
Ένας κύριος περπατώντας μια μέρα στο Μοναστηράκι βρήκε και αγόρασε ένα πολύ παλιό λυχνάρι . Όταν γύρισε στο σπίτι του εκεί που το επεξεργαζόταν , πετάγεται από μέσα ένα τεράστιο τζίνι . – Μη φοβάσαι , του λέει . Είμαι το τζίνι του λυχναριού . Είμαι κλεισμένος εδώ μέσα για πάνω από 100 χρόνια . Για να σε ευχαριστήσω που με ελευθέρωσες θέλω να που πεις μια επιθυμία σου και θα στην εκπληρώσω αμέσως . Σκέπτεται , σκέπτεται ο κύριος και τέλος του λέει : – Έχω ένα σπιτάκι στα Χανιά που μ αρέσει να πηγαίνω να ξεκουράζομαι . Το αεροπλάνο το φοβάμαι , με το πλοίο είναι ταλαιπωρία . Αυτό που θα ήθελα να κάνεις είναι να φτιάξεις μια γέφυρα που να ενώνει την Αθήνα με την Κρήτη για να μπορώ να πηγαίνω στο χωριό εύκολα και γρήγορα . – Απαπαπαπα ! Αδύνατον ! Αυτό δε γίνεται ! Ξέρεις πόσο τσιμέντο και πόσο σίδερο θα χρειαστώ ; Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα άσφαλτο πρέπει να φτιάξω ; Πόσοι εργάτες πρέπει να δουλέψουν ; Ξέρεις πόσο ψηλή πρέπει να γίνει η γέφυρα για να περνάνε τα πλοία από κάτω ; Σε παρακαλώ , ζήτησε μου κάτι άλλο ! – Καλά , τότε θα σου ζητήσω κάτι άλλο που με βασανίζει χρόνια τώρα . Εξήγησε μου σε παρακαλώ πώς λειτουργεί το γυναικείο μυαλό , πώς σκέπτονται οι γυναίκες ; Και το τζίνι απαντά : – ……….. Από πού είπες ότι θέλεις να ξεκινά η γέφυρα ;