Η καθαρίστρια

Μια καθαρίστρια καθάριζε τα παράθυρα σε ένα κτίριο. Ξαφνικά όπως ήταν επάνω στη σκάλα και μπροστά σε ένα παράθυρο, αυτό ξαφνικά ανοίγει και η καθαρίστρια πέφτει στον ακάλυπτο μέσα σε ένα βαρέλι στο οποίο και σφηνώνει. Αφού προσπάθησε πολύ ώρα να ελευθερωθεί τελικά κουράστηκε και αποκοιμήθηκε. Κατά το βραδάκι βγαίνει στον ακάλυπτο από την πίσω πόρτα ενός bar ένας σουρωμένος για κατούρημα. Εκεί που κατουρούσε βλέπει το βαρέλι με τα δύο πόδια όρθια και ανοικτά, πάει κοντά και της ρίχνει ένα γαμήσι. Γυρίζει μέσα στα bar να συνεχίσει το ποτό του αλλά η ψωλή του ήταν σηκωμένη χωρίς να θυμάται το γιατί. Σκέφτεται: «Η ψωλή μου γιατί είναι σηκωμένη; Σα να θυμάμαι να γάμησα κάτι εκεί πίσω αλλά δε θυμάμαι τι ήταν. Για να πάω να ρίξω μια ματιά.» Πηγαίνει πίσω στο ακάλυπτο ξανά. -«Καλά θυμόμουν ότι γάμησα εδώ πίσω, για να ξαναρίξω ένα.» Αφού ξαναγαμάει πάει πάλι μέσα να συνεχίσει το ποτό του. Μετά καμμιά ώρα η ψωλή του ακόμα σηκωμένη ήταν. -«Ρε γαμώτο σα να θυμάμαι να γάμησα εκεί πίσω. Τι κακό είναι αυτό πολύ ξεχνάω τώρα τελευταία. Για να πάω να ρίξω μια ματιά». Ξαναπάει πίσω στον ακάλυπτο και αφού ρίχνει ακόμα ένα γαμήσι, κάθεται και σκέφτεται βλέποντας το βαρέλι. -«Ρε συ αυτό καλό μουνί είναι, γιατί το πετάξανε;»