Η μονοκατοικία
Ο Γιωρίκας μπουκάρει στην κρεβατοκάμαρα και βρίσκει την γυναίκα και έναν άγνωστο τύπο ημίγυμνους πάνω στο κρεβάτι. Βουτάει τον τύπο από τον σβέρκο και τον ταρακουνάει άγρια ζητώντας εξηγήσεις. – Να σας εξηγήσω κύριε, του λέει αυτός τρέμοντας. Στο απο πάνω διαμέρισμα κάναμε ένα πάρτυ. Κάποια στιγμή παίζαμε στριπ πόκερ και έμεινα με το σώβρακο. Αλλά όταν ρεφάρισα και κέρδισα ξανά το παντελόνι μου, κάποιος για πλάκα το πέταξε από το μπαλκόνι κάτω και προσγειώθηκε στο μπαλκόνι σας. Κατέβηκα και εγώ κάτω και είπα της γυναίκας σας να μου το δώσει. Και την ώρα που το έπαιρνα, μπήκατε εσείς! Έτσι έγινε, αλήθεια σας λέω. – Έτσι έγινε μωρή; ρωτάει αγριεμένος ο Γιωρίκας την γυναίκα του. – Έτσι έγινε Γιωρίκα μου, του λέει αυτή. Δεν τον ξέρω τον κύριο! – Τέλος πάντων. Σε πιστεύω. Αλλά σήκω φύγε τώρα μην σε πλακώσω στις σφαλιάρες. Ο τύπος έφυγε σφαίρα από το σπίτι, ήρθε το βράδυ και έπεσε το αντρόγυνο να κοιμηθεί. Αλλά κατά τις τρεις το πρωί, σηκώνεται ο Γιωρίκας επάνω κι άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο φωνάζοντας: «Όχι ρε γαμ***! Τώρα το θυμήθηκα!». – Τι έγινε Γιωρίκα μου; ρωτάει παραξενευμένη η γυναίκα του. – Τώρα το θυμήθηκα ρε γαμώτω! Μένουμε σε μονοκατοικία!