Και τα φτωχά έχουν ψυχή
Ήταν κάποιος που του είχε γυαλίσει μια χήρα και ήθελε να την πηδήξει σκέφτηκε να πάει να τις πει πως δεν είχε που να μείνει για να τον φιλοξενήσει. Την επομένη μέρα πάει και τη συναντάει και τις λέει πως δεν είχε που να μείνει και ακόμα την προειδοποίησε πως όταν κοιμάται παραμιλάει. Η χήρα δέχτηκε να τον φιλοξενήσει αλλά επειδή έχει μικρό σπίτι θα έπρεπε να κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο με την ίδια την κόρη της και την υπηρέτρια. Το ίδιο βράδυ όταν κατάλαβε ο φίλος μας πως όλοι είχαν κοιμηθεί αρχίζει να παραμιλάει ροχαλίζοντας – θέλω να πηδήξω την κυρά θέλω να πηδήξω την κυρά. Τον ακούει η χήρα και του λέει και αυτή ροχαλίζοντας – Τι το λες και δεν το κάνεις; Τι το λες και δεν το κάνεις; Ο φίλος μας σηκώνεται πάνω και αρχίζει να πηδάει τη χήρα. Τα ακούει αυτά η κόρη και ροχαλίζοντας λέει: φύγε από τα φαρδιά και έλα στα στενά Σηκώνεται πάνω ο φίλος μας και αρχίζει να πηδάει την κόρη. Τα ακούει αυτά η υπηρέτρια και αρχίζει να λέει ροχαλίζοντας – Εμείς τα φτωχά δεν έχουμε ψυχή;