Ο Έλληνας και η Κλώντια Σίφερ
Ύστερα από ένα τρομερό ναυάγιο επιζούν και καταφέρνουν να βγουν σε ένα ερημικό νησί δύο μόνο ναυαγοί. Η Κλώντια Σίφερ και ένας απλός Έλληνας. Μετά από κανά δυο μέρες κι αφού δεν τους είχε εντοπίσει κανείς το έριξαν στο πήδημα. Περνούσε ο καιρός και κάθε μέρα έπεφτε το έρμο πήδημα. Πέρασε αρκετός καιρός και κάποια μέρα λέει ο τύπος στην Κλώντια: – Αν δε σε πείραζε θέλω να μου κάνεις μια χάρη. – Ευχαρίστως ότι θέλεις λέει αυτή. – Θέλω να κάνεις για λίγο τον κολλητό μου φίλο το Θανάση. – Εντάξει λέει η Κλώντια. – Γεια σου ρε παλιόφιλε Θανάση της λέει και τη χτυπά φιλικά στην πλάτη. Χαθήκαμε ρε συ. Τι κάνεις ρε φίλε, πως είσαι? – Μια χαρά φίλε μου. Εσύ πως τα περνάς? – Θανάση μου καλύτερα δε γίνεται. Αφού να καταλάβεις αυτό τον καιρό πηδάω την Κλώντια Σίφερ!!!