Το φαρμακείο
Είναι περασμένα μεσάνυχτα, κάπου κοντά στις 1, όπου σε ένα διανυκτερεύον φαρμακείο, ο ιδιοκτήτης κάθεται στον πάγκο και περιμένει μπας και εμφανιστεί πελάτης. Σε κάποια στιγμή όμως, η νύστα τον καταβάλλει.. και έτσι όπως γέρνει πάνω στην ταμειακή τον ψιλοπαίρνει..Κατά τις 2 η ώρα, ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ο ιδιοκτήτης του φαρμακείου πετάγεται από τον γλυκό του ύπνο, και βλέπει έξω από την πόρτα έναν σκυφτούλη τύπο να του κάνει νόημα. Πηγαίνει μέχρι την πόρτα και ανοίγει. – Τι θα θέλατε παρακαλώ.. λέει νυσταγμένος ο φαρμακοποιός… – Μήπως έχετε μελάνι; ρωτάει ο σκυφτούλης τύπος με φωνή σπαστικού.. – Όχι κύριέ μου.. εδώ δεν είναι βιβλιοπωλείο.. δεν έχουμε μελάνι, λέει ο φαρμακοποιός και του κλείνει την πόρτα κατάμουτρα.. Συγχυσμένος ο φαρμακοποιός επιστρέφει στον πάγκο, και πριν περάσει πεντάλεπτο τον ξαναπαίρνει ο ύπνος. Κατά τις 3 ξαναχτυπάει δυνατά η πόρτα. Πετάγεται απότομα ο φαρμακοποιός, κοιτάει στην πόρτα και βλέπει πάλι τον ίδιο σκυφτούλη τύπο να του κάνει νόημα. Πηγαίνει και ανοίγει ξανά την πόρτα… – Τι θέλεις τώρα ρε μεγάλε;.. του λέει χασμουριόντας… – Εεε.. μήπως έχετε μελάνι; – Όχι ρε μαλάκα.. σου είπα ότι δεν έχουμε μελάνι, και του κλείνει την πόρτα με δύναμη. Ο φαρμακοποιός κατεβάζοντας καντήλια και πολυελαίους, επιστρέφει στην θέση του στον πάγκο και σαν την ωραία κοιμωμένη εισβάλλει ξανά στον κόσμο των ονείρων.. Κατά τις 4, για μια ακόμα φορά χτυπάει η πόρτα.. ξυπνάει απότομα ο φαρμακοποιός και κοιτάει έξω.. Και πάλι ο σκυφτούλης τύπος του κάνει νόημα να βγει έξω.. «Ααα.. αυτή τη φορά θα τα ακούσει», λέει φανερά τσαντισμένος ο φαρμακοποιός. Τρέχει λοιπόν γρήγορα στην πόρτα, την ανοίγει απότομα και πριν προλάβει να κατεβάσει τα 12 ευαγγέλια στον τύπο, ο σκυφτούλης του δίνει ένα κιβώτιο και του λέει.. – Σας έφερα μελάνι για να έχετε..