Αχ αυτές μπύρες!
Ήταν ένας νταλικέρης όπου είχε καιρό να κάνει έρωτα και δεν ήξερε τι να κάνει. Εκεί λοιπόν που προχωρούσε βρίσκει ένα τσαντίρι. – Α! Ωραία θα κάνω τη δουλειά μου με τσιγγάνες. Μπαίνει μέσα και βρίσκει ένα χοντρό τσιγγάνο να κοιμάται. – Θα βολευτώ με τον χοντρό και θα του αφήσω για αμοιβή ένα κιβώτιο μπίρες Μπύρες. Αυτό συνεχιζόταν για μια εβδομάδα, πάλι με μπύρες ως αμοιβή για τον χοντρό που δεν καταλάβαινε τίποτα από το βαθύ ύπνο. Σε μια φάση πάει ο τσιγγάνος στο περίπτερο και λέει: -» Ρε περιπτερά δώσε μου ένα κιβώτιο μπύρες μάρκα ΧΧΧΧΧ, γιατί με τις Μπύρες τσούζει ο κ…ς μου!»