Τα βαριά κοκτέιλ
Κάποτε σ` ένα σαλούν στην άγρια δύση, μπαίνει ένας τύπος με μία άγρια φάτσα, ζωσμένος κουμπούρια γύρω γύρω και γεμάτος σκόνη. Πάει στο μπαρ και λέει στο μπάρμαν που τον κοιτούσε έντρομος: – «Βάλε ρε ουίσκι να πιω να ξεδιψάσει το λαρύγγι μου.» Του βάζει ουίσκι, το κατεβάζει μονορούφι και του ξαναλέει: – «Αύριο που θα έρθω, θα μου βάλεις το πιο δυνατό που έχεις. Το κατάλαβες;» – «Μμμάλιστα κύριε, ότι πείτε», απαντάει έντρομος ο μπάρμαν. Πάει την επόμενη μέρα και του βάζει ο μπάρμαν το πιο δυνατό ουίσκι που υπήρχε σ` όλη την άγρια δύση. Παίρνει το μπουκάλι και το πίνει και αυτό μονορούφι! – «Αυτό που μου έβαλες, δεν είναι ούτε για πρωινό. Θα τα πούμε αύριο πάλι, με πιο δυνατό πράμα. Το κατάλαβες;» – Απαντάει καταφατικά ο μπάρμαν, και μην έχοντας κάτι καλύτερο και δυνατότερο, αγοράζει ασβέστη για να τον αραιώσει με το ουίσκι! Την επόμενη μέρα, ξανά ο κάου-μπόυ, πίνει αυτό που του έφτιαξε ο μπάρμαν μονορούφι και φεύγει. Αμα ξαναπατήσει εδώ αυτός, εμένα να με κρεμάσουν από το δέντρο, σκεφτόταν ο μπάρμαν και γέλασε. Την επόμενη μέρα όμως, ξανά πάλι ο κάου-μπόυ, δεν πίστευε στα μάτια του ο μπάρμαν, του ζητάει κάτι πιό δυνατό από το χθεσινό. Φανερά εκνευρισμένος ο μπάρμαν, του δίνει ναι πιεί υδροχλωρικό οξύ. Παίρνει το μπουκάλι, το πίνει μονορούφι και φεύγει. – «Σίγουρα δε θα ζήσει για πολύ», σκέφτηκε ο μπάρμαν. Την επόμενη μέρα, όταν ήρθε πάλι ο κάου-μπόυ, ο μπάρμαν μόλις και μετά βίας δεν λιποθύμησε. – «Βάλε μου το χθεσινό, ήταν πολύ καλό. Τα τελευταία που μου έβαλες τι ήταν;» – «Ασβέστης και υδροχλωρικό οξύ», του απαντάει ο μπάρμαν. – «Α, για αυτό χέζω αγαλματάκια και τρυπάω το σώβρακό μου κλάνοντας!»