Ένας πολύ ηλικιωμένος ήταν ξαπλωμένος και αργοπέθαινε στο κρεββάτι

Ένας πολύ ηλικιωμένος ήταν ξαπλωμένος και αργοπέθαινε στο κρεββάτι.

Ξαφνικά μύρισε το άρωμα του αγαπημένου του μπισκότου σοκολάτας να έρχεται από την σκάλα και την κουζίνα. Μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις και ανασηκώθηκε από το κρεββάτι, Ακουμπώντας στον τοίχο, σιγά-σιγά βγήκε  από το δωμάτιο και με μεγάλη προσπάθεια κατέβηκε τις σκάλες πιάνοντας και με τα δύο χέρια τα κάγκελα.

Λαχανιασμένος μπήκε στην κουζίνα. Εκεί ήταν απλωμένες εφημερίδες στο τραπέζι και επάνω ήταν ταψιά με εκατοντάδες μπισκότα. Ήταν στο παράδεισο; Ή ήταν μια τελευταία πράξη της αγάπης της αφοσιωμένης συζύγου του; Για να φύγει σαν ευτυχισμένος άνθρωπος; Με μια τελευταία προσπάθεια πήγε στο τραπέζι.

Με το γερασμένο χέρι του έπιασε ένα μπισκότο στην άκρη του τραπεζιού.

Όταν ξαφνικά τον χτύπησε με μια σπάτουλα η σύζυγός του.

– Άστα αυτά, είπε. Είναι για την κηδεία..