Ανάπαυση;
Το ζευγάρι τσακώνονταν συνεχώς, κάποια φορά η γυναίκα λέει: «Ρε άει στον διάολο !!!!» Ο σύζυγος το πήρε πολύ βαριά και αποφάσισε να πεθάνει, οπότε πήγε στο νεκροταφείο μπήκε σε ένα τάφο και σκεπάστηκε με την πλάκα. Η γυναίκα τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, τίποτα. Περνάει κι από το νεκροταφείο και βλέπει τον φύλακα: «Ε, κυρ-Γιάννη μήπως είδες τον άντρα μου;» «Όχι κυρά μου» την λέει, αλλά της κλείνει το μάτι με νόημα: θα το τακτοποιήσω, μην ανησυχείς. Ο φύλακας λοιπόν συνέλαβε σχέδιο πονηρόν: Με το που νύχτωσε, άρχισε να χτυπάει όλους τους τάφους ΤΟΚ ΤΟΚ και φώναζε: «Ε σηκωθείτε, όλοι, έχουμε δουλειά» Πάει και στον σύζυγο από πάνω και χτυπούσε: «Εσύ σήκω έχουμε δουλειά είπα» Τώρα ο τύπος μέσα στον τάφο λέει «Μα είμαι πεθαμένος! Τι θέλει αυτός;» Πάλι ο φύλακας να χτυπά την πλάκα από πάνω ΤΟΚ ΤΟΚ «Εσύ σήκω είπα, όλοι δουλεύουν, τι κάθεσαι;» Οπότε ο τύπος ανοίγει την πλάκα και του λέει ο φύλακας: «Λοιπόν πάρε αυτό το καροτσάκι και μετάφερε εκείνα τα μπάζα με τους άλλους, να εκεί στην οικοδομή, όλοι μαζί» Τι να κάνει; παίρνει ένα καροτσάκι και μετέφερε όλο το βράδυ τα χώματα. Δεν έβλεπε και κανέναν άλλο, σου λέει εμείς οι πεθαμένοι δεν βλεπόμαστε ! Πρόσεχε μην τον χτυπήσουν και τίποτα (αόρατα) καροτσάκια των άλλων. Με το που άρχισε να ξημερώνει «Εντάξει, τέλος, όλοι μέσα, αύριο πάλι» φώναζε ο φύλακας. Ο τύπος λοιπόν, λερωμένος, κουρασμένος κρύβεται να μην τον δουν και, μόλις βρίσκει ευκαιρία, φεύγει τρέχοντας. Ο φύλακας (χαρούμενος για την επιτυχία) έκανε ότι δεν τον είδε. Επιστρέφει λοιπόν ο τύπος σπίτι του και όπως γυρνούσε, βλέπει στην γειτονιά μια αγρυπνία για έναν πεθαμένο. Μπαίνει μέσα, κόσμος πολύς, να κλαίει η γυναίκα του νεκρού: «Ααααααχ αντρούλη μου, θα ξεκουραστείς τώρα και μένα μ άφησες Ααααααχ που όλο έσκαβες και κουραζόσουν» Ο τύπος λοιπόν πάει στο αυτί του πεθαμένου και του λέει: «Μεγάλε, όταν ρίξουν τα μπετά, την έβαψες.»