Ο φτωχός, οι πλούσιοι και ο γάτος
Ο φτωχός νέος και η πλούσια νέα συζητούν για την μακρόχρονη σχέση τους. – «Πρέπει να γνωρίσεις τους γονείς μου» λέει η πλούσια νέα. – «Μα είμαι φτωχός και δεν θα με θέλουν» λέει ο φτωχός νέος – «Αγάπη μου εγώ σε θέλω και αυτό έχει σημασία, θα έρθεις εσύ και οι γονείς σου να γνωρίσετε τους δικούς μου γονείς, αλλιώς χωρίζουμε». Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο φτωχός νέος δέχεται, και μετά από λίγο καιρό αυτός και οι γονείς του επισκέπτονται την πλούσια νέα και τους γονείς της. Μπαίνοντας στο σαλόνι κάθονται σε ένα καναπέ η πλούσια μάνα και ο πλούσιος πατέρας, σε έναν άλλο ο φτωχός πατέρας και η φτωχή μάνα, σε μια καρέκλα η πλούσια νέα, και σε έναν καναπέ ο φτωχός νέος και ο γάτος της πλούσιας μάνας. Καθώς μιλούσαν, του έρχεται του φτωχού νέου να κλάσει… Ζορίζετε, την κρατάει…τελικά δεν αντέχει και ζαρτ την αμολάει. «Ζαν», λέει η πλούσια μάνα κοιτώντας το γάτο. «Ουφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο», σκέφτεται ο φτωχός νέος. Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν ξανά ο φτωχός νέος βρίσκεται στη δύσκολη θέση που βρισκόταν πιο πριν μα τώρα η κλανιά είναι μεγαλύτερη. Κρατιέται…σφίγγετε.. απο εδώ από εκεί δεν αντέχει και την αμολάει…Ζαν», λέει ξανά η πλούσια μάνα, κοιτώντας το γάτο. «Ουφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο», σκέφτεται ξανά ο φτωχός νέος. Ε να μην τα πολυλογούμε μετά από λίγο μην αντέχοντας ξανά ο φτωχός νέος ρίχνει μια πολύ δυνατή κλανιά. «Ζαν, καλά τι περιμένεις να σε χέσει και να φύγεις από εκεί;» λέει η πλούσια μάνα.