οι δύο Πόντιοι

Είναι δύο φυλακισμένοι και ρωτάει ο ένας τον άλλο. Α: Τι έκανες κι είσαι στη φυλακή; Β: Ήμουν στη δουλειά και δεν αισθανόμουν καλά. Μια και δεν είχε πολύ δουλειά μου λέει αφεντικό «άντε πήγαινε σπίτι σου να συνέλθεις». Πάω κι εγώ σπίτι μου και βρίσκω τη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον καλύτερό μου φίλο. Ε, άρπαξα τη κυνηγητική μου καραμπίνα και την άδειασα πάνω τους και βρέθηκα εδώ. Εσύ τι έκανες; Α: Πού να σου τα λέω. Σφαγή. Β: Αντε ρε και φαίνεσαι καλό παιδί. Α: Γυρίζω σπίτι μου και λέω στη γυναίκα μου: «Αγάπη μου, άκουσα ένα καταπληκτικό ανέκδοτο. Ακου να πεθάνεις απ  τα γέλια». Της λέω το ανέκδοτο και την πιάνει ένα νευρικό γέλιο, γέλαγε ασταμάτητα επί δύο ώρες μέχρι που της ήρθε ανακοπή και πέθανε. Ο εισαγγελέας δε με πίστεψε και μου απήγγειλε κατηγορία ανθρωποκτονίας. Ήμουν στην πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων. Στη δίκη όταν έφτασε η ώρα της απολογίας μου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μου είπε ειρωνικά: «ώστε ισχυρίζεστε πως η σύζυγός απεβίωσε από το πολύ γέλιο. Για πέστε το και σ  εμάς αυτό το τόοοοσο καταπληκτικό ανέκδοτο που λέτε πως της είπατε». Τους διηγήθηκα το ανέκδοτο κι άρχισαν όλοι να γελάνε ασταμάτητα. Ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας, οι Δικαστές, οι Ένορκοι, οι δικηγόροι, οι αστυνομικοί, το ακροατήριο. Μόνο δυο Πόντιοι που κάθονταν στην άλλη άκρη της αίθουσας δεν γελούσαν. Πέρασαν δυο ώρες τρεις ώρες κι όλοι γελούσαν μέχρι που ξεψύχησαν ένας ένας. Μετά από δύο εβδομάδες πέθαναν και οι δύο Πόντιοι