Οι κίτρινες κάρτες
Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια και για να τα πουν. Πάει ο πρώτος στο σπίτι του δεύτερου. Μόλις έφτασε εκεί ο Κωστίκας, ο Γιωρίκας του ζητά να καθίσουν στο τραπέζι και ζητάει από τη γυναίκα του να σερβίρει. – Να σερβίρεις εσύ, του απαντάει εκείνη. Ντροπιασμένος αυτός σέρβιρε εκείνος το τραπέζι. Μετά ζητάει από τα παιδιά του να προσφέρουν έναν καφέ στον καλεσμένο τους – Να τον προσφέρεις εσύ, απαντούν εκείνα. Φεύγοντας κανονίζουν να βρεθούν την άλλη μέρα στο σπίτι του Κωστίκα. Μόλις φτάνει εκεί, η γυναίκα και τα παιδιά του Κωστίκα μόνο τεμενάδες που δεν έκαναν στον Γιωρίκα. Του προσέφεραν γλυκά καφέδες γέμισαν το τραπέζι με τα καλύτερα φαγητά και γενικώς τον περιποιήθηκαν πολύ. Στο τέλος ο Γιωρίκας λέει στον Κωστίκα. – Νιώθω πολύ άσχημα γιατί χθες η γυναίκα μου και τα παιδιά μου μόνο που δεν σε έφαγαν και εσείς με περιποιηθήκατε τόσο πολύ που δεν ξέρω τι να πω από την ντροπή μου. Πώς τα καταφέρνεις; – Δεν είναι τίποτα, απαντάει ο Κωστίκας. Απλά έρχομαι μια μέρα στο σπίτι και είχε ανέβει ο σκύλος πάνω στον καναπέ και του λέω να κατέβει. Δεν κατέβηκε και του βγάζω μια κίτρινη κάρτα. Την άλλη μέρα ήταν πάλι πάνω στον καναπέ και του είπα να κατέβει. Δεν κατέβηκε και του βγάζω δεύτερη κίτρινη κάρτα. Την 3η μέρα που τον είδα πάνω στον καναπέ πήρα την καραμπίνα και τον σκότωσα. – Και μετά; ρωτάει ο Κωστίκας. – Τους βλέπεις όλους αυτούς; Λέει ο Κωστίκας δείχνοντας την οικογένειά του. Έχουν όλοι από 2 κίτρινες κάρτες.