Τα παπάκια

Ήταν ένας φυσιολάτρης, που είχε πάει βόλτα στην εξοχή. Κάποια στιγμή όμως ήθελε να χέσει. Έψαξε λοιπόν να βρει ένα μέρος για να ξελαφρώσει. Βλέπει λοιπόν μια λιμνούλα. Πηγαίνει εκεί κοντά, πίσω από κάτι θάμνους, κατεβάζει το παντελόνι του και τα κάνει. Φεύγοντας, ακούει πίσω του: – «Παπα-παπα». Γυρίζει και βλέπει ένα παπάκι με λίγα σκατά πάνω του. – «Αχ καημενούλη, τι σου έκανα. Ας σε καθαρίσω. Έτσι και αλλιώς δικά μου ήταν τα σκατά», λέει και καθαρίζει το παπάκι με τα χέρια του. Καθαρό τώρα το παπάκι, το αφήνει και μόλις πάει να φύγει, πάλι ακούει πίσω του: – «Παπα-παπα». Γυρίζει και βλέπει άλλο ένα παπάκι, με πιο πολλά σκατά αυτή τη φορά. – «Αχ καημενούλη, τι έκανα και σε σένα. Θα σε καθαρίσω όμως. Έτσι κι αλλιώς δικά μου ήταν τα σκατά», λέει και καθαρίζει και αυτό το παπάκι με τα χέρια του. Αφήνει κάτω το δεύτερο παπάκι και φεύγοντας ακούει πάλι: – «Παπα-παπα.» Γυρίζει πίσω του και βλέπει πάλι άλλο ένα παπάκι γεμάτο σκατά! – «Αχ καημένο μου, τι σου έκανα. Θα σε καθαρίσω και εσένα. Έτσι και αλλιώς δικά μου ήταν τα σκατά», λέει και καθαρίζει και αυτό το παπάκι με τα χέρια του. Aφήνει το παπάκι κάτω, καθαρό πια, και φεύγοντας ακούει πάλι: – «Πσσσττ! Φίλε, μήπως έχεις χαρτί, γιατί μου τελείωσαν τα παπάκια;»