Η λοταρία
Η σύζυγος, πεταχτούλα αλλά και αυταρχική, γυρίζει μια μέρα από το γραφείο και φοράει ένα αστραφτερό διαμαντένιο δαχτυλίδι.- Που το κονόμησες ρε γυναίκα το δαχτυλίδι; τη ρωτάει ο άντρας της με απορία. – Να έγινε μια λοταρία στο γραφείο και μου έπεσε το πρώτο λαχείο. Γέμισε μου τώρα τη μπανιέρα ζεστό νερό να κάνω ένα μπάνιο γιατί είμαι ψόφια, του απαντάει πολύ φυσικά εκείνη. Δυο τρεις μέρες μετά γυρίζει η κυρία και φοράει ένα μενταγιόν με μπριγιάν και χρυσό δέσιμο.- Από που το τζιβαέρι πάλι ρε γυναίκα; ξαναρωτάει ο άντρας.- Που να στα λέω! Είμαι πολύ τυχερή τελικά. Ξαναέγινε λοταρία στο γραφείο και μου έπεσε το πρώτο λαχείο. Γέμισε μου τώρα τη μπανιέρα ζεστό νερό να κάνω ένα μπάνιο γιατί είμαι ψόφια, το ίδιο τροπάρι εκείνη. Μια βδομάδα αργότερα η τυχερή γυναίκα γυρίζει φορώντας μια πανάκριβη γούνα μινκ.- Ασε με να μαντέψω, της λέει ο άντρας της, την κέρδισες σε λοταρία στο γραφείο σου.- Σωστά το μάντεψες, του λέει εκείνη γελαστά, γέμισε μου τώρα τη μπανιέρα. Εκείνος δεν μιλάει, αλλά βάζει στη μπανιέρα μόνο δύο πόντους ζεστό νερό.- Ε! γιατί έβαλες μόνο τόσο λίγο νερό στη μπανιέρα; του φωνάζει από το μπάνιο αγανακτισμένη η κυρία.- Δεν ήθελα να βρέξεις το τυχερό σου λαχείο αγάπη μου!