Ολο ρωτούνε οι χωριανοί αν είσαι ξενομπάτης δε σε γνωρίζουν και τους λες τουρίστας Μενιδιάτης
Κι έτσι π’ ακρίβηνε η ζωή σκοτώνονται λιγάκι να κατεβούνε στο χωριό να μπει νερό στ’ αυλάκι
Βάνουν κρασί, βάνουν ρακί γκαζόζα, λεμονάδα για να τα πιω, να τρελαθώ να μου ‘ρθει η φιλενάδα
Ιντα ‘χει πάθει ο Andrew με σένα Κατερίνα αν θες την προίκα σου να δεις γοργά κοντά του γύρνα.
Αμάν μωρέ Κατερινιώ απού ‘χεις ομορφάδα που τρόζανε τον Andrew κι εδά γυρεύει χάδια.
Πίνω ρακές και τσικουδιές πίνω και μια Amita μου έφυγες Kατερινιό κι εγώ στο λούκι μπήκα.
Απ’ όταν εχωρίσαμε ίντα θαρρείς πως κάνω ένα τσουβάλι κιοντανέ τρώγω να μην ‘ποθάνω.
Nομίζετε πως αν ήξερα να’γραφα μαντινάδες θα’γραφα στο Kατερινιό τόσες πολλές κρυάδες;
Για το Λονδίνο κίνησα άσπλαχνη Kατερίνα αν δε σε έβρω σύντομα γυρνάω στην Aθήνα!
Πεθύμησα Kατερινιό το ξύπνιο σου μουτράκι που είναι γνήσια Κρητικό… κι ας έχει και μουστάκι!