Στην προίκα σου Kατερινιώ θα κάτσω εδά απάνω θα τσι σκοτώσω τσι ελιές και room to let θα κάνω.
Αμα δεν παίξουν μπαλωθιές στο γάμο μου απάνω σε χώρισα Kατερινιώ και άλληνε θα πάρω.
Σαν ανθισμένη αμυγδαλιά είσαι και θα με κάψεις με την παντέρμη φορεσά που ‘θελα πας να ράψεις
Οντα θα δω στα χείλια σου να δρόσει ή πάνω πάντα κατέχω ήντα σκέφτεσαι και πως με θες μα γιάντα?
Πως εξετρύπησε ο καιρός μ’έτσα κακοκαιρία που να πνιγεί στο πέλαγος ήτον η ευκαιρία
Οταν θα στεφανώνεσαι στα όρη θα ξωμείνω στσι αστιβίδες μπρούμυτα καημούς θα καταπίνω
Ας πούμε πως παντρέυγεσαι του μενεξέ φιντάνι ίντα θα βγαίνω ύστερα να κάνω στο μεϊντάνι
Βαρέθηκα με τη βροχή να στέκω στην τοιχίδα ίσαμε και την ξέπλυνε την ύστερή μου ελπίδα
Εγώ τσ’ αγάπης τη δουλειά μ’αρέσει να την κάνω παρ’όλο που κουράζομαι κι ούτε λεφτά δε βγάζω
Με την ξανθιάν εμάλωσα η μαύρη δε με θέλει που’ναι η στοργή που έβρινα στη μάνα μου κοπέλι