Τσ’αγάπης τ’ανυφαντικό κοντεύγει να ξυφάνω κι αναρωθιέμαι ύστερα ίντα δουλειά θα κάνω
Επρόσβαλλέ με ο κύρης σου οψάργας στο ντουκιάνι διάλε τη Παναγία ντου πολλά τον άντρα κάνει
Πως είσαι άσπρη και παχιά εφύσηξε ο νους σου και δεν αναμαζώνεσαι στο σπίτι του κυρού σου
Παρέτησε τηνε μωρέ του κερατά την κόρη! μα αυτή ΄χει τσ΄αγαπητικούς σαν τα κλαδιά στα όρη!
Εβγήκε τζαναμπέτισσα και τα χωριά γυρίζει κι όποιο κι αν δει τον αγαπά κι ας μην τονε γνωρίζει.
Ήθελα να ‘σουνα κεφτές και να ‘μουν το τηγάνι. Να δεις η φλόγα του σεβντά, κάψιμο που το κάνει.
Εγώ παρέα με γιατρό και με παπά δεν κάνω. Ο ένας θέλει να πονώ κι ο άλλος ν’ αποθάνω.
Ποιος κερατάς σου έκανε, στενό το φόρεμα σου; Να μην χωρεί η χέρα μου, να πιάσει τα βυζιά σου;
Άννα μου εσυγχώρεσε, αυτή μου τη βλακεία. Μου ‘χει σαλέψει πια ο νους, από τη μαλακία.
Κι εκεί που σ’ είχα απέναντι και μ’ άπλωνες το χέρι, ξύπνα μου λέει μια φωνή, και πήγε μεσημέρι!