Εσύνδεσα το Λάπ-Τόπ, με το ραβδιστικό μου. Και μάζωξα όλες τσ’ ελιές,μέσα απού το χωριό μου!
Μια μύγα κρεατόμυγα εμπήκε μεσ το σπίτι κ ‘από τη φόρα την πολύ χτυπά στο νεροχύτη.
Ότας με είδες στο ιντερνέτ να κατεβάζω τσόντες στα ίσα δε μου θύμωσες μα μου μιλάς με σπόντες!
Τα πρόβατά μου μάζωξα να σου τα κάμω δώρο, γιατί παντρεύεσαι βοσκό κι όχι κανένα φλώρο!
Εγώ ΄μαι μαύρος κι άσκημος κι αθρώπου δεν αρέσω μα δεν το καταδέχομαι και θύμα να σου πέσω!
Ο Πετεινός τση γειτονιάς παίζει με τσ ‘όρνιθές μου, άχι και να ‘παιζα γω με τσι γειτόνισσές μου!
Η μάνα σου όντε σε έκανε καλλιά τονε να κάνει ενα κατσούλι μαλλιαρό τσι ποντικούς να πιάνει!
Χοντρούς χοχλιούς θα πάω να βρώ και ξύδι θα φυλλάξω κι αρισμαρί εξέρανα την τιγανιά να φτιάξω!
ΘΕ μου Μεγαλοδύναμε μας έπεψες τα νιάτα, μα πέμπεις και τα γερατειά και τα ‘καμες σαλάτα!
Аχ και νά ‘ταν κινητό μωρό μου η καρδιά σου, για να κατέχω μόνο εγώ το πίν του έρωτα σου!!