Εδά όποιος κρατά λουκιά τον εκακολογούνε και κακομοίρη κουζουλό την πόρτα του βροντούνε.
Στο στήθος σου χρυσό σταυρό έσκυψα να φιλήσω αλλά το στήθος φίλησα, τι κρίμα ν’αμαρτήσω
Από γατούλα που ‘σουνα χαδιάρικη, κοντά μου, έγινες τίγρη ανήμερη κι έσκισες την καρδιά μου.
Ας ήμουν φίδι εφτάπηχο, ναρθώ στην κάμαρή σου, να τυλιχτώ αγάπη μου στ’ ολόγυμνο κορμί σου.
Μαυρομαλλούσα κοπελιά του κύρη ώ βετιαρέτου για να με προτιμά τσι ελιές να μπαίνω κουβαλέσ’του.
Στα όρη βόσκουν πρόβατα στον κάμπο το μποστάνι για βλήτα τα περάσανε οι βλάχοι το σισάμι.
Πήγα στο Haagen-Danz κι εγώ να πιω μια σοκολάτα και συ μου έστειλες λεφτά, δεν θέλω, πίσω πάρ’ τα.
Στα ορη βγαζω καθ΄αργα τ’ αμαξι που επηρα γιατι ΄χει τετρακινηση και τουρμπο κινητηρα
Ανε με στέξουν οι φρουροί πεισματικό και μόνο θα στέξω το καλάσνικοφ κάτω από το δρόμο
Αντρας που νυχτοπερπατει με βεργα και πιστολι, δεν τονε στενουν τα Ε.Κ.Α.Μ. και η αστυνομια ολη