Την πύλη καθώς διάβενα σκοντάφτω σε μια πλάκα τη σήκωσα και έγραφε την πάτησες ρε βλάκα
Στον Αγιο στην εντατική αντικριστά τσί λένε τσί μαντινάδες κάθ’ αργά κ΄ύστερα πάλι κλαίνε
Κακό είναι συναπάντημα, να δεις παπά μπροστά σου, μα πιό κακό είναι το πρωί, να δεις την πεθερά σου.
Εχθές αργά τη φίλησε, στα χείλη ένα λιακόνι. και το λιακόνι εψόφησε, κι΄ εκείνη ζει ακόμη.
Σ’ένα περβόλι φύτευσα για σένανε ελπίδες μον’ασπαλάθοι φύτρωσαν και καμμιά-δυό τσουκνίδες
Τώρα το φέραν οι καιροί ν’ αφήνουνε πλεξούδες κι οι άνρες τα μουστάκια τους κι ας είναι σαν αρκούδες
Μικρή μικρή σ’ αγάπησα μεγάλη δε σε πήρα να μ’ αξιώσει ο θεός και να σε πάρω χήρα
Εγώ τρία χιλιάρικα σε σένα δεν χαρίζω και ας ήσουν η αγάπη μου που δεν την κουλαντρίζω
Μ’ ένα μπουκάλι Κάττι Σαρκ και Μάρλμπορο τσιγάρα καπνίζω, πίνω να ξεχνώ τα μαύρα μου τα χάλια
Αμάξι δίχως κάγκελα αυτό δεν είν’αμάξι άμα θα βαλείς τον κρυγιό πως θα τον εβαστάξει;