Μ’ έκαψε και με κέντησε η μάνα σου η αρκούδα που να καεί ως καίγουνε το Πάσχα τον Ιούδα.
Πέθανε συ κι ας μη νογάς αν θα σε συλλογιούνται και τα μωρά πορεύονται κι οι χήρες κυβερνιούνται
Να πιάσω θέλει να γδυθώ να πάρω και ένα τόξο να πώ πως είμαι ο έρωτας να σπάσω ίσα όξω
Βιόλα να κόψω δε μπορώ όξω να παίξω πέτρα γιατί ‘ναι το μπαλκόνι τζη άνω ‘πο τρία μέτρα.
Σαν ανθισμένη αμυγδαλιά είσαι και θα με κάψεις με την παντέρμη φορεσά που ‘θελα πας να ράψεις
Παίξε μου χίλιες μαχαιριές και μιά με τη σκαλίδα εγώ’μαι δα από παέ κι’αυτή απ’τη Σταλίδα.
Λίγο πιο πέρα από το ΚΤΕΛ που για χορό πηγαίνεις βλέπω να ντύνεσαι γαμπρός και στα Χανιά να μένεις
Αμε να πεις της μάνας σου να μη με καταράται γιατί γαμπρός της θα γενώ και θα στενοχωράται
Τα μάτια σου είναι σαν αβγά τα στήθια σου βαρέλια κι όταν γυρνώ και τα θωρώ ξεραίνομαι στα γέλια.
Μια κουζουλή συνάντησα μα ήτανε τη νύχτα και έτσα εγώ ενόμισα το ταίρι μου πώς βρήκα