Ηθελα να ‘μουνα χοχλιός να ‘ρθω στη γειτονιά σου να γράψω με τα σάλια μου στις πλάκες τ’ όνομα σου.
Πες μου ανε τσει, και αν δε τσει δε θα με δεις να χάσκω μα θα το κάμω εγώ να τσει με μια ουλιά ταμπάσκο
Θε μου πως εσυβάστηκα κι επήγα για στεφάνι αφού’χα πληροφορηθεί για τη ζημιά που κάνει
Οταν θα στεφανώνεσαι στα όρη θα ξωμείνω στσι αστιβίδες μπρούμυτα καημούς θα καταπίνω
Ας πούμε πως παντρέυγεσαι του μενεξέ φιντάνι ίντα θα βγαίνω ύστερα να κάνω στο μεϊντάνι
Βαρέθηκα με τη βροχή να στέκω στην τοιχίδα ίσαμε και την ξέπλυνε την ύστερή μου ελπίδα
Εγώ τσ’ αγάπης τη δουλειά μ’αρέσει να την κάνω παρ’όλο που κουράζομαι κι ούτε λεφτά δε βγάζω
Με την ξανθιάν εμάλωσα η μαύρη δε με θέλει που’ναι η στοργή που έβρινα στη μάνα μου κοπέλι
Τσ’αγάπης τ’ανυφαντικό κοντεύγει να ξυφάνω κι αναρωθιέμαι ύστερα ίντα δουλειά θα κάνω
Μπορεί να κάμεις διακοπές στη θάλλασα να λιάζεις μα το δικό μου μαύρισμα με τίποτε δε φτάζεις