Της παντρεμένης το φιλί Θε μου και πώς μ’ αρέσει προπάντων να ‘ναι μπουνταλάς εκείνος που την έχει.
Οποιος γροικά στα λόγια σου Δεν ξέρει ίντα γυρεύει Στη θάλλασα πιάνει λαγούς Και στο βουνό ψαρεύει
Καλά περνούν οι λέφτεροι καλά κι οι παντρεμένοι μα την καλύτερη ζωή οι αραβωνιασμένοι
Αμα τη δεις την κοπελιά νά΄χει στα πόδια τρίχες έχει διαόλους στην κοιλιά και γλώσσα δέκα πήχες
Ολοι έχουν αγαπητικές δέκα και δεκαπέντε κι εγώ το κακορίζικο δεν έχω, παρά πέντε
Τη μαντινάδα δυο φορές ποτέ σου μην τη λέεις γιατί θαρρούν οι κοπελιές πως άλλες δεν κατέεις
Φεγγάρια είναι τα μάτια της το φως τους σαν κοιτάζω τη μάνα της, την Aρτεμη εγώ δε λογαριάζω
Απ’όλα τα τετράποδα μ’αρέσει το κρεβάτι δεν είναι πιο καλή δουλειά απ’τό καλό ραχάτι
Κανένας δεν εμέτρησε τση θάλασσας τον άμμο κι ουδείς επήγε μ’όρεξη στην εκκλησά για γάμο
Ενα πουλί ‘χα στο κλουβί κι’από αφηρημάδα ξεχνώ την πόρτα ανοιχτή και μπλιο δεν το ξανάδα