Πως είναι Θε μου δυνατόν να’χει η αγάπη πόνους αφού εσύ τις δίδαξες ετούτουσας τους νόμους
Μπροστά μου είναι οι χαρές μα μόλις θα σιμώσω θα φύγουνεκι ασ’τσι καλλιά να τσι ‘ποκαμαρώνω.
Στο τέρμα της υπομονής υπάρχει μια ελπίδα για να ελπίζουν οι καρδιές που’χουνε μαύρα φύλλα.
Επεσα κατά σύμπτωση μες στση χαράς τον κήπο κι είδα πως ζούνε οι ευτυχείς κι είχα καλλιά να λείπω
Εξεκινήσαν οι χαρές μα ‘ναι στο δρόμο ακόμη κι ώσπου να ‘ρθούνε πιθανό ν’ αλλάξουνε και γνώμη.
Κι αν πέσει ανατολικά και να’μαι γω στη δύση ο κεραυνός απάνω μου θα ν’έρθει να χτυπήσει
Ω κακομοίρη δυστυχή στην περιπέτειά σου ένα ποτήρι με νερό να μη βρεθεί μπροστά σου
Απ’όξω από την πόρτα μου πολλές χαρές περνούνε κι έχω την πόρτα ανοιχτή μα δεν με προτιμούνε
Οντε μοιράζει ο Θιός χαρές εμέ παραμερεί με κι όντε μοιράζει βάσανα με βρίνει όπου κι αν είμαι
Τύχη για κάτσε, αν ευκαιρείς να σε ρωτήσω κάτι στα βάσανα που μου’δωκες ‘πο που θα βρω την άκρη;