Ο δρόμος του, του δυστυχή καλοβολιά δεν έχει, γι’ αυτόν ήντα θα πει χαρά ποτέ του δεν κατέχει.
Όσο κι’ ειν’ καλόβολος σαν προπατώ ο δρόμος, θα μου παντήξει ο γκρεμός ανε χαλάσει ο κόσμος.
Το γέλιο μόνο στ’ όνειρο στα χείλη μου το φέρνω, και κάνω μπρόβα ξυπνητός μα δε τα καταφέρνω.
Ποτέ μου δεν εστέγνωξα ακόμη κι’ ενε λιάσει, όπου σταθώ το σύννεφο θα ‘ρθει να με σκεπάσει.
Ο Ήλιος πάντα γελαστός προβαίρνει στο σεργιάνι, γιατί ΔΕΝ έχει βάσανα, μα τη στρατιά του κάνει.
Αν δε με καλοπολεμάς το θέλω λίγο λίγο, να βρω αλλού αγαπητικιά να σηκωθώ να φύγω.
Αν δε με καλοπολεμάς το θέλω μόνο μόνο, να τόνε πάρω μοναχός του μισεμού το δρόμο.
Ελπίδα πάλι φύτεψα και τη ποτίζω μ’ αίμα, θωρώ πως είναι ψεύτικα μα ‘ναι γλυκιά για ‘μένα.
Τύχη γιατί με δίκασες τι έκανα και φταιω, άραγε θα γελάσω πια γι πάντα μου θα κλαιω.
Φουρτουνιασμένη θάλασσα είν’ η ζωή μου εμένα, σα βάρκα είμαι χωρίς πανιά και με κουπιά σπασμένα.