Δεν ξέρω τι θα πει χαρά κι όπου τη συναντήσω
Δεν ξέρω τι θα πει χαρά κι όπου τη συναντήσω,
θα την περάσω για καημό και θα παραμερίσω.
Δεν ξέρω τι θα πει χαρά κι όπου τη συναντήσω,
θα την περάσω για καημό και θα παραμερίσω.
Πως θα μου ‘γιάνουν τη πληγή όλοι οι γιατροί μου λένε,
κι ύστερα γιάντα τα θωρώ τα μάτια τους και κλαινε.
Ο δυστυχής ξύπνιος να δει ποτέ χαρά δεν κάνει,
η ψεύτικη που τ’όνειρο του δίνει τόνε φτάνει.
Τραυματισμένα όνειρα νεκρές ελπίδες πάλι,
κι ο δρόμος κακοδιάβατος άχι και που θα βγάλει.
Όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα
γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη που΄χα!
Ο βήχας και ο έρωτας είναι κοινό σε κάτι…
έχουν κι δυο για γιατρικό ένα ζεστό κρεββάτι…
Και του τσιγάρου μου ο καπνός εσένα σχηματίζει
φαντάσου πόσο σ ‘αγαπά αυτός που το καπνίζει…
Όλος ο κόσμος ξαστεριά και καλωσύνη έχει
μα στην παντέρμη μου καρδιά χιονίζει κι όλο βρέχει!
Γιάιντα’σαι νύχτα σκοτεινή και μαυροφορεμένη
μήπως αγάπησες και συ και σε’χουν ξεχαϊμένη
Αυτό το αχ δεν είναι φωτιά να πείς νερό να σβήσει
μόνο ‘ναι πόνος στην καρδιά και θα με βασανήσει