Οντα θα δω στα χείλια σου να δρόσει ή πάνω πάντα
Οντα θα δω στα χείλια σου να δρόσει ή πάνω πάντα
κατέχω ήντα σκέφτεσαι και πως με θες μα γιάντα?
Οντα θα δω στα χείλια σου να δρόσει ή πάνω πάντα
κατέχω ήντα σκέφτεσαι και πως με θες μα γιάντα?
Πως εξετρύπησε ο καιρός μ’έτσα κακοκαιρία
που να πνιγεί στο πέλαγος ήτον η ευκαιρία
Οταν θα στεφανώνεσαι στα όρη θα ξωμείνω
στσι αστιβίδες μπρούμυτα καημούς θα καταπίνω
Ας πούμε πως παντρέυγεσαι του μενεξέ φιντάνι
ίντα θα βγαίνω ύστερα να κάνω στο μεϊντάνι
Βαρέθηκα με τη βροχή να στέκω στην τοιχίδα
ίσαμε και την ξέπλυνε την ύστερή μου ελπίδα
Εγώ τσ’ αγάπης τη δουλειά μ’αρέσει να την κάνω
παρ’όλο που κουράζομαι κι ούτε λεφτά δε βγάζω
Με την ξανθιάν εμάλωσα η μαύρη δε με θέλει
που’ναι η στοργή που έβρινα στη μάνα μου κοπέλι
Τσ’αγάπης τ’ανυφαντικό κοντεύγει να ξυφάνω
κι αναρωθιέμαι ύστερα ίντα δουλειά θα κάνω
Επρόσβαλλέ με ο κύρης σου οψάργας στο ντουκιάνι
διάλε τη Παναγία ντου πολλά τον άντρα κάνει
Πως είσαι άσπρη και παχιά εφύσηξε ο νους σου
και δεν αναμαζώνεσαι στο σπίτι του κυρού σου