Παρέτησε τηνε μωρέ του κερατά την κόρη! μα αυτή ΄χει τσ΄αγαπητικούς σαν τα κλαδιά στα όρη!
Εβγήκε τζαναμπέτισσα και τα χωριά γυρίζει κι όποιο κι αν δει τον αγαπά κι ας μην τονε γνωρίζει.
Ήθελα να ‘σουνα κεφτές και να ‘μουν το τηγάνι. Να δεις η φλόγα του σεβντά, κάψιμο που το κάνει.
Εγώ παρέα με γιατρό και με παπά δεν κάνω. Ο ένας θέλει να πονώ κι ο άλλος ν’ αποθάνω.
Ποιος κερατάς σου έκανε, στενό το φόρεμα σου; Να μην χωρεί η χέρα μου, να πιάσει τα βυζιά σου;
Άννα μου εσυγχώρεσε, αυτή μου τη βλακεία. Μου ‘χει σαλέψει πια ο νους, από τη μαλακία.
Κι εκεί που σ’ είχα απέναντι και μ’ άπλωνες το χέρι, ξύπνα μου λέει μια φωνή, και πήγε μεσημέρι!
Aν μάθω ότι παντρεύτηκες και άλλον ότι πήρες, θα σκοτωθώ Kατερινιώ, με δυο καφάσια μπίρες!
Όταν στο σπίτι μου κοντά, η πεθερά ζυγώνει, με πιάνει σοκ αλλεργικό και παίρνω κορτιζόνη.
Παρ’ όλο που ‘χα συνεχώς, το μάτι μου γαρίδα, εδά μόνο κατάλαβα, πως έχεις πιτυρίδα.