Οταν επροίκιζε ο Θεός με αγαθά τη φύση γιάντα το Μυλοπόταμο τον γέμισε χασίσι;
Δεν προκειται τ’ορκιζομαι την Κρητη να μισησω για ενα ρεμαλι Κρητικο που’τυχε να γνωρισω.
Στο Πέραμα οι κοπελιές ανθίζουν σαν μπουμπούκια όχι σαν τσ’άλλες τσι χαζές που κάνουνε τσιμπούκια
Δεν ειμαι αλλο ενα μ…ι που θελεις να γ……ς ειμαι μια ευαισθητη ψυχη που θελω να αγαπησεις
Πόθε,καημέ,χαμόγελο, σεβντά μου και έρωτα μου του ονείρου μου Βασίλισσα έλα στην αγκαλιά μου
Φεγγάρι μου ανε με δεις τ’ αστέρια να χαζεύω, πρόβαλε όπου βρίχνεται πε τση πως τη γυρεύω!
Και του τσιγάρου μου ο καπνός εσένα σχηματίζει φαντάσου πόσο σ ‘αγαπά αυτός που το καπνίζει…
Όλος ο κόσμος ξαστεριά και καλωσύνη έχει, μα στην παντέρμη μου καρδιά χιονίζει κι όλο βρέχει!
Όσο κι’ ειν’ καλόβολος σαν προπατώ ο δρόμος, θα μου παντήξει ο γκρεμός ανε χαλάσει ο κόσμος.
Ο Ήλιος πάντα γελαστός προβαίρνει στο σεργιάνι, γιατί ΔΕΝ έχει βάσανα, μα τη στρατιά του κάνει.