Στο σπίτι μου χαράματα γυρνώ και είσαι αιτία κοντά σου όμως γίνεται γλυκιά η αμαρτία
Η νύχτα έχει ώρες δεκατρείς μα εγώ τσι τρεις κοιμούμαι τις άλλες δέκα ξαγρυπνώ κι εσένα συλλογούμαι
Σαν ενωθούνε δυο καρδιές μ’ αληθινή αγάπη ας είναι και παράνομη αυτά δεν είναι λάθη
Γι’ αυτό παράνομες πολλές αγάπες κατοικούνε σε μερακλίδικες καρδιές που ξέρουν κι αγαπούνε
Μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει πως της αγάπης ο καϋμός τη σταματά τη σκέψη
Γενού πουλί μου λεμονιά να γίνω εγώ το χιόνι να λυώνω να δροσίζονται οι τρυφεροί σου κλώνοι
Είσαι νερό στη δίψα μου στην παγωνιά μου ζέστη στη μεγαλοβδομάδα μου είσαι Χριστός Ανέστη
Σαν το μωρό που πολεμά και θέλει να μιλήσει γυρεύω τρόπους να της πω αν μ’ έχει αγαπήσει
Είσαι για μένα ένας μπαχτσές κι εγώ’ μαι ο κηπουρός σου πάντα θα ζεις στη σκέψη μου κι εγώ μες στ’ όνειρό σου
Να γράψω θέλω γράμματα στου φεγγαριού τη μέση και να σου γράφω αγάπη μου πως άλλη δε μ’ αρέσει