Να γράψω θέλω γράμματα στου φεγγαριού τον κύκλο
να τα διαβάζεις κάθ’ αργά να μη χορταίνεις ύπνο
Πρόβαλε στο μπαλκόνι σου και ρίξε τα μαλλιά σου
να κάμω σκάλα ν’ ανεβώ να μπω στην αγκαλιά σου
Σα θες εσύ να σ’ αγαπώ κρυφά από τσι γειτόνους
βάλε μηλιά στον κήπο σου να χώνομαι στους κλώνους
Πόσο αργούνε οι στιγμές όταν κανείς προσμένει
και κάθε μια γλυκιά στιγμή πόσο γοργά διαβαίνει
Ελα να θέσουμε μαζί μα εγώ δε σε πειράζω
κι όταν θα ξεσκεπάζεσαι εγώ θα σε σκεπάζω
Οντε θωρρώ σε κοπελιά τα λογικά μου χάνω
και δεν επέρασε στιγμή να μην αναστενάζω
Ο κύρης σου είν’ άφορμή και οπλοφορώ κερά μου
και κοντοφτάνει η χαραυγή που θα γενείς δικιά μου
Τα μαύρα μάθια τ’ αγαπώ γιατί γλυκοκοιτούνε
και δίνουνε παρηγοριά σε κείνους που πονούνε
Αχι και να ‘μουν ύπνος σου και να ‘μουν τ’ όνειρό σου
και να ‘μουνα προσκέφαλο κοντά στο μάγουλό σου
Βάνω καυγά με το σεβντά απού ‘ναι να σκοτωθούμε
μα μπαίνει μια μελαχροινή μεσίτης και μιλούμε