Εμαθα οτι έρχεται γι αυτο εχει ομορφη μέρα; ή μήπως γιατί έμαθα πως πέταξε τη βέρα;
Σα τη κριγιαροκεφαλή τη κακοπαντωμένη έτσα’ν του γέρου το φιλί μη συβαστείς καημένη
Ας ήμουν φίδι εφτάπηχο, ναρθώ στην κάμαρή σου, να τυλιχτώ αγάπη μου στ’ ολόγυμνο κορμί σου.
Από γατούλα που ‘σουνα χαδιάρικη, κοντά μου, έγινες τίγρη ανήμερη κι έσκισες την καρδιά μου.
Στο στήθος σου χρυσό σταυρό έσκυψα να φιλήσω αλλά το στήθος φίλησα, τι κρίμα ν’αμαρτήσω
Τα μάτια σου’ναι σαν αυγά τ’αυτιά σου σαν του χοίρου κι η μύτη σου κατσουνοπή ωσαν του κατσοχείρου.
Εδά όποιος κρατά λουκιά τον εκακολογούνε και κακομοίρη κουζουλό την πόρτα του βροντούνε.
Ισιωσα τα μαλλακια μου μηπως και με προσεξει μα βγηκα και κατσαρωσαν γιατι αρχισε να βρεχει.
Aπό το Mόναχο ρωτά η μάνα μου ίντα κάνω τι να της πω Kατερινιό; πως μαντινάδες σάχνω;
Mπρε Kατερίνα ξακουστή του Mπάμπη θυγατέρα κοίτα και μένα το μικιό και μη ξανοίγεις πέρα!