Ψυχομαχεί και πρόλαβα στην πόρτα τση το χάρο, κι’πα του χάρε άσε την και εγώ θα την επάρω.
Ανε ποθάνω μη χαρείς να το ‘χεις σε ντροπή του, να σβήσει ένας μερακλής να φταιει το κορμί σου.
Ιντα μπλιό να φοβηθώ σε ότι φιλιά κι αν κάνω, αφού ‘δα το χάρο ζωντανό στην αγκαλιά σου πάνω
Τα όρη τα ψηλά βουνά κι αυτά θα με πενθούνε θα λιώσουνε τα χιόνια τους και δάκρυ θα γενούνε
Δε την εθέλω τη ζωή σα λιώσει το κορμί της θα μπω μέσα στο φέρετρο να κοιμηθώ μαζί της
Ελα μικρή στο μνήμα μου και πίστεψε στ’αλήθεια πως δεν ορίζεις μπλιο καρδιά πο’χα παλιά στα στήθια
Ελα μικρή στο μνήμα μου και σήκωσε την πλάκα να δεις πως εκατάντησε εκείνος που σ’αγάπα
Απάνω στην ταφόπλακα θα γράψω τ’ονομά της για να περνά και να θωρεί τα κατορθώματά της
Ιντα τη θέλει τη ζωή ο Θιός και τη χαρίζει, δώρο που πίσω πέρνεται τίποτα δεν αξίζει
Εκειά που θα με θάψουνε δεν θέλω να σιμώσεις ακόμα και στο μνήμα μου φωθιά θα θες να δώσεις