Εγώ θα πάψω να πονώ μόνο σαν μπω στο χώμα εκεί που η σκέψη δε μπορεί να τυραννά το σώμα
Μόνο στον τάφο σα θα μπω θα λείψουνε από μένα η κάθε μια γλυκιά στιγμή που πέρασα με σένα
Λίγος μα μερακλίδικος ήτονε ο καιρός σου χαίρεται η γης που χει κορμί νεκρού σαν το δικό σου
Πως είναι το κορμί στη γη όταν μπάινει δεν το νοιάζει ζει ο νεκρός όταν γι αυτόν κάποιος αναστενάζει
Στου τάφου μου το μάρμαρο από την μέσα μπάντα θα την εκάνω ζωγραφιά να την εβλέπω πάντα
Μάνα σαν κούσεις αγρασά στου τάφου σου την άκρη δεν είναι βρόχινο νερό είναι του γιού σου δάκρυ
Από το σπίτι τζη νεκρό όταν θα με περνάτε παίζετε λύρες να θαρρεί ότι σε γάμο πάτε
Οταν ποθάνω θα γυρνά με μάτια δακρυσμένα γιατί θα νοιώθει πιο νεκρή πιο μόνη κι από μένα
Οταν ποθάνω μυστικά θα με μοιρολογάσε γιατί θα νοιώθεις μοναξιά σ’ όποια αγκαλιά και να’σαι
Θέλω στον τάφο μου χαρά και δυνατό λυράρη, να νιώσει ο χάρος ένοχος που ήρθε να με πάρει